- δοκός
- Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων.
Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και έχει ιδιαίτερη κατασκευαστική και αρχιτεκτονική σημασία. Οι υπερμεγέθεις λίθινες δ. που γεφυρώνουν τα ανοίγματα της Πύλης των Λεόντων και της εισόδου του λεγόμενου Θησαυρού του Ατρέα στις Μυκήνες, αποτελούν δύο εξαίρετα παραδείγματα των παλαιότερων μορφών δ. στην Ελλάδα.
Η λίθινη δ. είχε εξαιρετική σημασία και για τη μεταγενέστερη ελληνική αρχιτεκτονική, την αρχαϊκή, την κλασική και την ελληνιστική. Η αρχιτεκτονική αυτή, όπως και η αρχαιότερή της αιγυπτιακή, μεταχειριζόταν το κατασκευαστικό σύστημα της δ. επί στύλων, στοιχείο που αποτυπώνεται στη μορφολογική έκφραση των έργων της. Παρά τη φαινομενική δυσκαμψία του υλικού και του συστήματος, οι αρχαίοι κατόρθωσαν να κατασκευάσουν με αυτό κτίρια σπάνιας ευμετρίας και καλλιτεχνικής αξίας και να εμφυσήσουν στα έργα τους αρετές που είναι εμφανείς στους μικρούς, κυρίως ιωνικούς, ναούς. Το τόξο αντίθετα χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες σε αφανή μόνο σημεία των έργων, ενώ αποτέλεσε το κύριο μέσο γεφύρωσης ανοιγμάτων στη μετέπειτα βυζαντινή αρχιτεκτονική.
Μαρμάρινες δοκοί από το πτερόν του Παρθενώνα. Στην κλασική εποχή οι αναλογίες της δοκού είχαν απαράμιλλη τελειότητα.
* * *η (AM δοκός)μακρύ, χοντρό, με τετράγωνη ή ορθογώνια τομή ξύλο που στηρίζει τη στέγη, πάτερο, τράβο, γρεντιάνεοελλ.μακρύ υποστήριγμα από οποιαδήποτε ύλη (μέταλλο, μπετόν κ.λπ.)αρχ.1. κάθε ξύλο χοντρό2. μοχλός πόρτας3. είδος μετεώρου4. στον πληθ. καυσόξυλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δοκ- τού δέχομαι, με σημ. «αυτή που δέχεται τη στέγη»].
Dictionary of Greek. 2013.